Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποσβολώνω [apozvolóno] -ομαι Ρ1 (συνήθ. παθ.) : προκαλώ σε κπ. τόσο μεγάλη κατάπληξη, ώστε να μην μπορεί να εκφράσει τις σκέψεις ή να εκδηλώσει τα συναισθήματα εκείνης της στιγμής: Aποσβολώθηκα μόλις τον είδα να έρχεται. Έμεινε (σαν) αποσβολωμένη, όταν άκουσε αυτά τα συνταρακτικά νέα.
[*απασβολ(ώ) -ώνω ενεργ. του ελνστ. ἀπασβολοῦμαι `μετατρέπω σε καπνιά΄ με επανεισαγωγή ολόκληρου του προθήματος απο-]