Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποπέμπω [apopémbo] -ομαι Ρ αόρ. απέπεμψα, απαρέμφ. αποπέμψει, παθ. αόρ. αποπέμφθηκα, απαρέμφ. αποπεμφθεί : (λόγ.) διώχνω, απομακρύνω κπ.: Ο υπουργός απέπεμψε την αντιπροσωπεία των συνδικαλιστών. Mου μίλησε θρασύτατα και τον απέπεμψα. || απομακρύνω κπ. από μια θέση: Aποπέμφθηκε από το υπουργείο.
[λόγ. < αρχ. ἀποπέμπω]