Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποξήρανση η [apoksíransi ] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποξηραίνω. 1. η ξήρανση που γίνεται με την αφαίρεση του νερού από κτ. 2. (ειδικότ.) η αφαίρεση νερού από τις υγρές ή από τις ελώδεις περιοχές· αποστράγγιση: Πρόγραμμα αποξήρανσης των ελών της περιοχής.
[λόγ. αποξηραν- (αποξηραίνω) -σις > -ση]