Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απονέμω [aponémo] -ομαι Ρ αόρ. απένειμα, απαρέμφ. απονείμει, παθ. αόρ. απονεμήθηκα, απαρέμφ. απονεμηθεί, μππ. απονεμημένος : 1.προσφέρω σε κπ. μια τιμητική διάκριση, μια ηθική ή υλική παροχή, χορηγώ έναν τίτλο: Tου απένειμαν το πρώτο βραβείο / το χρυσό σταυρό / το έπαθλο / το παράσημο ανδρείας. Aπονεμήθηκαν τα διπλώματα / τα πτυχία στους αποφοίτους. 2. παρέχω κτ. σύμφωνα με τους κανόνες του δικαίου: Ο δικαστής απονέμει δικαιοσύνη. Ο Πρόεδρος απένειμε χάρη στο θανατοποινίτη.
[λόγ. < αρχ. ἀπονέμω `δίνω μερίδιο΄ & σημδ. γαλλ. attribuer]