Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απομυθοποιώ [apomiθopió] -ούμαι Ρ10.9 : αφαιρώ τη μυθική διάσταση, το μυθικό περίβλημα και ανάγω κπ. ή κτ. στο επίπεδο της πραγματικότητας, των πραγματικών διαστάσεων: Σήμερα απομυθοποιείται όλο και περισσότερο ο μύθος της φυσικής ανωτερότητας του άντρα σε σχέση με τη γυναίκα. H τέχνη απομυθοποιεί τον εαυτό της και αποκτάει νέες σχέσεις με την πραγματικότητα. Στις μέρες μας έχει απομυθοποιηθεί τελείως ο ρόλος του πολιτικού και της πολιτικής.
[λόγ. απο- μυθοποιώ μτφρδ. γερμ. entmythologisieren (< αρχ. μυθολογῶ `διηγούμαι μύθους΄)]