Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απολίτιστος -η -ο [apolítistos] Ε5 : ANT πολιτισμένος. 1. που βρίσκεται σε χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο, ιδίως από άποψη οικονομική, κοινωνική ή πνευματική: ~ λαός. Aπολίτιστη χώρα / κοινωνία. 2. που δεν είναι ευγενικός, καλλιεργημένος· αγενής, άξεστος, αγροίκος: ~ άνθρωπος. Aπολίτιστοι τρόποι. Aπολίτιστο φέρσιμο. || (ως ουσ.) ο απολίτιστος.
απολίτιστα ΕΠIΡΡ: Φέρθηκε ~. [λόγ. α- 1 πολιτισ(μένος) (δες λ.) -τος μτφρδ. γαλλ. incivilisé]