Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποκόπτω [apokópto] -ομαι Ρ αόρ. απέκοψα, απαρέμφ. αποκόψει, παθ. αόρ. αποκόπηκα, απαρέμφ. αποκοπεί, μππ. αποκομμένος : 1α.αφαιρώ, αποχωρίζω με κόψιμο ένα μέρος ή ένα τμήμα από ένα σύνολο: H πριονοκορδέλα τού απέκοψε τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού. β. αποσπώ και απομακρύνω κτ. από ένα σύνολο: Mεγάλα παγόβουνα αποκόπηκαν από τους παγετώνες λόγω αύξησης της θερμοκρασίας. 2. (μτφ.) χωρίζω, αποκλείω κπ. ή κτ. από τη σχέση του ή από την επαφή του με κπ. ή με κτ.: Ορισμένα στρατιωτικά τμήματα αποκόπηκαν από τον κύριο όγκο των δυνάμεων και αιχμαλωτίστηκαν. Οι κατολισθήσεις των βράχων τούς απέκοψαν πλήρως την οδό της επιστροφής. || Zει αποκομμένος από συγγενείς και φίλους, απομονωμένος. 3. (παθ., γραμμ.) παθαίνω αποκοπή2: Στη θέση του φωνήεντος που αποκόπτεται, σημειώνεται απόστροφος.
[λόγ. < αρχ. ἀποκόπτω]