Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποκτημα
1 item total
απόκτημα το [apóktima] & απόχτημα το [apóxtima] Ο49 : καθετί που αποκτάει κάποιος: Ο επιθετικός παίκτης είναι πρόσφατο ~ της ομάδας στις μεταγραφές. || (επέκτ.) για κτ. ιδιαίτερα πολύτιμο, μεγάλης αξίας: Ένας καλός φίλος είναι πραγματικό ~. Tο νέο στάδιο είναι αληθινό ~ για την πόλη μας. Ένας πίνακας του Πικάσο είναι το πρόσφατο ~ του μουσείου μας.

[-χτ-: αποχτη- (αποχτώ) -μα· -κτ-: λόγ. επίδρ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go