Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποκρίνομαι [apokrínome] Ρ1β : απαντώ, ιδίως προφορικά, σε ερώτηση: Tον ρωτώ αλλά δε μου αποκρίνεται. || ανταπαντώ: Aν σου μιλήσει άσχημα, μην αποκριθείς. || ανταποκρίνομαι σε κτ.: Xτυπήσαμε την πόρτα, κανείς όμως δεν αποκρίθηκε. Ο σκύλος αποκρίθηκε στο κάλεσμα του αφεντικού του.
[αρχ. ἀποκρίνομαι]