Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποκλίνω [apoklíno] Ρ πρτ. και αόρ. απέκλινα και (σπάν.) απόκλινα, απαρέμφ. αποκλίνει : 1.έχω, παίρνω πλάγια κατεύθυνση (σε σχέση με την αρχικά σχεδιασμένη): Tο πλοίο έχει αποκλίνει από την κανονική του πορεία. 2. (μτφ.) παρουσιάζω διαφορά σε μια πορεία, σε μια εξέλιξη (σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό ή με τον τελικό στόχο). ANT συγκλίνω: Δεν επιτεύχθηκε συμφωνία, γιατί οι απόψεις αποκλίνουν σημαντικά. Tα έσοδα του προϋπολογισμού αποκλίνουν από τις αρχικές προβλέψεις.
[λόγ. < αρχ. ἀποκλίνω `βγαίνω απ΄ το δρόμο΄ σημδ. γαλλ. dévier, diverger]
- αποκλίνων -ουσα -ον [apoklínon] Ε12 : που αποκλίνει. ANT συγκλίνων: Aποκλίνουσα πορεία. Aποκλίνουσες απόψεις. || (φυσ.) αποκλίνοντες φακοί, που προκαλούν εκτροπή των παράλληλων ακτίνων. ANT συγκλίνοντες.
[λόγ. μεε. < αρχ. ἀποκλίνω μτφρδ. γαλλ. divergent]