Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποκεντρώνω [apokendróno] -ομαι Ρ1 : απομακρύνω, αφαιρώ από το κέντρο διάφορες εξουσίες, αρμοδιότητες, δραστηριότητες και τις μεταφέρω στην περιφέρεια: Aποφασίστηκε η δημιουργία αποκεντρωμένων βιομηχανικών μονάδων σε παραμεθόριες περιοχές. Πάρθηκαν μέτρα για να αποκεντρωθεί η οικονομική δραστηριότητα. Tο συγκεντρωτικό σύστημα εξουσίας πρέπει να αποκεντρωθεί.
[λόγ. απο- κέντρ(ον) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. décentraliser]