Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποικοδομώ [apikoδomó] -ούμαι Ρ10.9 : (χημ.) διασπώ μια οργανική ουσία: Ο οργανισμός για να χρησιμοποιήσει διάφορες ουσίες πρέπει να τις διασπάσει σε μόρια, δηλαδή να τις αποικοδομήσει. || H οικολογική αντίληψη οδήγησε στη χρήση υλικών που αποικοδομούνται και δε ρυπαίνουν το περιβάλλον.
[λόγ. απ(ο)- οικοδομώ μτφρδ. γερμ. abbauen (διαφ. το αρχ. ἀποικοδομῶ `αποκλείω με τοίχο΄)]