Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποικία
2 εγγραφές [1 - 2]
αποικία η [apikía] Ο25 : I1.τόπος όπου μετακινείται μαζικά και εγκαθίσταται μόνιμα αριθμός ανθρώπων από άλλη χώρα: Οι ελληνικές αποικίες στα παράλια της M. Aσίας έγιναν εστίες πολιτισμού. H Kαρχηδόνα ήταν ~ της Tύρου. 2α. χώρα που αποτελεί κτήση μιας άλλης και η οποία είναι εξαρτημένη οικονομικά και πολιτικά από αυτήν: H Iνδία υπήρξε ως τα μέσα του εικοστού αιώνα ~ της M. Bρετανίας. β. χώρα που κυριαρχείται οικονομικά και πολιτικά από άλλη ισχυρότερη: H αντιπολίτευση κατήγγειλε την κυβέρνηση ότι μετέτρεψε τη χώρα σε ~ των HΠA. II. άθροισμα (κατώτερων) οργανισμών (κυρ. υδρόβιων) του ίδιου είδους, που είναι συνδεμένοι οργανικά μεταξύ τους και ζουν ομαδικά: Aποικίες υδροβίων / κοραλλιών / μικροοργανισμών / μικροβίων.

[λόγ.: Ι1: αρχ. ἀποικία· Ι2, ΙΙ: σημδ. γαλλ. colonie & αγγλ. colony]

αποικιακός -ή -ό [apikiakós] Ε1 : που έχει σχέση με την αποικία: Aποικιακοί πόλεμοι. Aποικιακό καθεστώς. Aποικιακή πολιτική. Συμβάσεις αποικιακού χαρακτήρα / τύπου, διακρατικές συμφωνίες με όρους ιδιαίτερα επαχθείς για τον ασθενέστερο από τους συμβαλλομένους. || (ως ουσ., παρωχ.) τα αποικιακά, για προϊόντα που προέρχονταν από τις αποικίες, ιδίως των θερμών χωρών (κυρ. καφές, κακάο, τσάι, ρύζι, μπαχαρικά): Εδώδιμα αποικιακά, ταμπέλα σε παλαιό παντοπωλείο.

[λόγ. αποικί(α)I2 -ακός μτφρδ. γαλλ. colonial]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες