Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποδοκιμασία η [apoδokimasía] Ο25 : η ενέργεια του αποδοκιμάζω· έντονη, ζωηρή εκδήλωση της αντίθεσης ή της απαρέσκειας που αισθάνεται κάποιος για κτ.: H αντιπολίτευση εξέφρασε την ~ της για τα νέα φορολογικά μέτρα. Aκούστηκαν μουρμουρητά αποδοκιμασίας. Έριξε ένα βλέμμα αποδοκιμασίας. || Παρά τις συνεχείς αποδοκιμασίες του πλήθους, ο ομιλητής συνέχισε το λόγο του.
[λόγ. < μσν. αποδοκιμασία `απόρριψη ύστερα από δοκιμή΄ < αποδοκιμασ- (αποδοκιμάζω) -ία σημδ. γαλλ. désapprobation]