Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποδημώ [apoδimó] Ρ10.9α : 1.φεύγω από τη χώρα μου και πηγαίνω να εγκατασταθώ σε άλλη· (πρβ. μεταναστεύω). (λόγ.) ΦΡ απεδήμησε(ν) εις Kύριο(ν), πέθανε. 2. για πουλιά που μετακινούνται ομαδικά σε θερμότερους τόπους για να διαχειμάσουν.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀποδημῶ (η φρ. μσν.)· 2: σημδ. γαλλ. migrer]