Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απογειώνω [apojióno] -ομαι Ρ1 : για αεροσκάφος, το απομακρύνω από το έδαφος, υψώνοντάς το στον αέρα. ANT προσγειώνω: Tον διέταξε να απογειώσει το αεροπλάνο από τον πρώτο διάδρομο. Tο αεροπλάνο άρχισε να απογειώνεται μέσα σε έναν εκκωφαντικό θόρυβο. || Λόγω βλάβης απογειωθήκαμε με μικρή καθυστέρηση.
[λόγ. απογει(ώ) -ώνω < ελνστ. ἀπόγει(ος) `απομακρυσμένος απο τη γη΄ (αρχ. σημ.: `απόγειος΄) -ώ > -ώνω κατά το αντ. προσγειώνω]