Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απογείωση η [apojíosi] Ο33 : για αεροσκάφος, η απομάκρυνσή του από το έδαφος και η ανύψωσή του στην ατμόσφαιρα. ANT προσγείωση: Mην καπνίζετε κατά την ~ του αεροπλάνου. Διάδρομος προσγειώσεων και απογειώσεων.
[λόγ. απογειω- (δες απογειώνω) -σις > -ση κατά το αντ. προσγείωση]