Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απληστία η [aplistía] Ο25 : η ιδιότητα του άπληστου· η έντονη, ζωηρή, ακόρεστη επιθυμία για κτ.: ~ των αισθήσεων. Έπεσε θύμα της οικονομικής απληστίας. Έτρωγε με ~, με βουλιμία. || Διάβαζε με ~ το γράμμα του, με μεγάλη λαχτάρα.
[λόγ. < αρχ. ἀπληστία]