Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απλίκα
1 εγγραφή
απλίκα η [aplíka] Ο25 : φωτιστικό που στερεώνεται στον τοίχο.

[γαλλ. appliq(ue) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες