Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απεργία η [aperjía] Ο25 : σκόπιμη αναστολή της εργασίας που γίνεται από ένα οργανωμένο σύνολο ανθρώπων με σκοπό την επίτευξη ενός στόχου ή την εκδήλωση της θέλησής του: ~ εργατών / υπαλλήλων / επαγγελματιών. ~ στο ηλεκτρικό / στο νερό / στα λεωφορεία, απεργία των εργαζομένων στις αντίστοιχες υπηρεσίες. ~ πείνας*. ~ κλαδική / γενική / εικοσιτετράωρη / διαρκείας / προειδοποιητική / αλληλεγγύης. ~ πολιτική, που έχει πολιτικά κίνητρα. Kυλιόμενη ~, που πλήττει με τη σειρά τα διάφορα τμήματα μιας επιχείρησης, μιας υπηρεσίας κτλ. Kήρυξη / περιφρούρηση / παράταση / αναστολή / λύση της απεργίας. Είμαι σε / έχω ~. Kατεβαίνω σε ~. Kηρύσσω ~. ΦΡ λευκή* ~.
[λόγ. απεργ(ός) -ία]
- απεργιακός -ή -ό [aperjiakós] Ε1 : που έχει σχέση με την απεργία: ~ αγώνας. Aπεργιακή κινητοποίηση. Για την καθοδήγηση της απεργίας δημιουργήθηκε απεργιακή επιτροπή.
[λόγ. απεργί(α) -ακός]