Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απεργάζομαι [aperγázome] Ρ2.1β : (λόγ.) προετοιμάζω, σχεδιάζω συνήθ. στα κρυφά κτ. κακό: H πολιτική σας απεργάζεται συμφορές για τη χώρα.
[λόγ. < αρχ. ἀπεργάζομαι]