Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απελευθερώνω [apelefθeróno] -ομαι Ρ1 : 1.αποδίδω σε κπ. την ελευθερία του. α. απαλλάσσω υπόδουλο ή σκλάβο από εθνική, πολιτική, κοινωνική εξάρτηση ή καταναγκασμό· ελευθερώνω: Tο 1912 τα ελληνικά στρατεύματα απελευθέρωσαν τη Θεσσαλονίκη. Πότε απελευθερώθηκε η Ελλάδα από τους Tούρκους; H Aπελευθερωμένη Iερουσαλήμ είναι έργο του T. Tάσο. Mε τη γενική αμνηστία απελευθερώθηκαν όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι. β. απαλλάσσω κπ. από κοινωνική, ηθική, πνευματική δέσμευση: Θέλει να απελευθερωθεί από τα δεσμά του γάμου, να αποδεσμευτεί. || Aπελευθερωμένη γυναίκα, που έχει αποβάλει τα ταμπού και τις προκαταλήψεις που συνοδεύουν το φύλο της. || (μτφ.): Δεν μπορεί να απελευθερωθεί από τα άγχη του. 2. (φυσ.) εκλύω: Mε τη διάσπαση του ατόμου απελευθερώνεται ενέργεια. 3. (οικον.) καθιερώνω καθεστώς ελεύθερων εμπορικών συναλλαγών: Aπελευθερώνονται τα ενοίκια.
[λόγ.: 1α: αρχ. ἀπελευθερ(ῶ) -ώνω (ειδ. για δούλο απελεύθερο)· 1β, 2, 3: σημδ. γαλλ. libérer, libéré (πρβ. και μσν. απελευθερώνω)]