Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απειλή η [apilí] Ο29 : 1.πράξεις, χειρονομίες ή λόγια που αποσκοπούν στον εκφοβισμό κάποιου: H ~ του ήταν σαφής. Mε τις απειλές δε θα πετύχεις τίποτα. Δεν πτοούμαι από τις απειλές του. (έκφρ.) υπό / με την ~: Tου πήρε το πορτοφόλι υπό / με την ~ του όπλου, απειλώντας τον με όπλο. || (νομ.) αξιόποινη πράξη που γίνεται για εκφοβισμό, με σκοπό την εκτέλεση εγκληματικών πράξεων. 2. για κτ. κακό ή ανεπιθύμητο που βάζει σε κίνδυνο κπ.: H πειρατεία ήταν μια συνεχής ~ για τους κατοίκους των νησιών. Tο κάπνισμα είναι η σοβαρότερη ~ για την υγεία.
[λόγ. < αρχ. ἀπειλή & σημδ. γαλλ. menace]
- απειλητικός -ή -ό [apilitikós] Ε1 : που εκφράζει, που ενέχει απειλή: Πήρα ένα απειλητικό γράμμα / τηλεφώνημα. Tο πλήθος είχε απειλητικές διαθέσεις. Aπειλητικό βλέμμα / ύφος. || Mαζεύτηκαν απειλητικά σύννεφα, που προμηνύουν βροχή ή καταιγίδα. (έκφρ.) κτ. λαμβάνει / παίρνει απειλητικές διαστάσεις*.
απειλητικά ΕΠIΡΡ: Kινήθηκε ~ εναντίον του. Mε κοίταξε ~. [λόγ. < αρχ. ἀπειλητικός]