Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απεικονίζω [apikonízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.με εικαστικά μέσα, με τη γλυπτική ή με τη ζωγραφική, περιγράφω με ακρίβεια κτ. όπως συμβαίνει ή υπάρχει σε μια δεδομένη χρονική στιγμή: Tι απεικονίζει αυτός ο πίνακας; Ο καλλιτέχνης θέλησε να απεικονίσει πιστά τη σκηνή της μάχης. || Ο κινηματογράφος, ως τέχνη, προσπαθεί συνήθως να απεικονίσει την πραγματικότητα. || Στις περιγραφές των περιηγητών απεικονίζεται η καθημερινή ζωή των Ελλήνων στην Tουρκοκρατία. 2. (μτφ.) εκφράζω κτ. με τρόπο παραστατικό: H συμπεριφορά της απεικονίζει καθαρά τις βαθύτερες σκέψεις της.
[λόγ. < ελνστ. ἀπεικονίζω]