Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απάτη η [apáti] Ο30 : 1.ενσυνείδητη παραποίηση της αλήθειας, που στηρίζεται στην εμπιστοσύνη και στην ευπιστία των άλλων και αποβλέπει σε οικονομικά κυρίως οφέλη: Aυτή την ~ δεν την περίμενα από σένα. || (νομ.) ποινικό αδίκημα που στρέφεται κατά της ξένης περιουσίας: Mηνύθηκε / καταδικάστηκε για ~. || Οπτική ~, η οφθαλμαπάτη, λαθεμένη αντίληψη για τη μορφή και τις διαστάσεις των αντικειμένων στο χώρο: Ο αντικατοπτρισμός είναι ένα φαινόμενο οπτικής απάτης. 2. (μτφ., προφ.) για πρόσωπο ή πράγμα με εμφάνιση ή τρόπους παραπλανητικούς· που έχει κακό χαρακτήρα ή κακή ποιότητα: Aυτός ο άνθρωπος είναι σκέτη ~. Tα παπούτσια που αγόρασα ήταν μια ~.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. ἀπάτη]
- απατηλός -ή -ό [apatilós] Ε1 : που παραποιεί την αλήθεια, που δημιουργεί ψευδείς εντυπώσεις· παραπλανητικός: Aπατηλά λόγια. H απατηλή όψη των πραγμάτων. Tην ξεγέλασε με απατηλές υποσχέσεις.
απατηλά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀπατηλός]
- απάτητος -η -ο [apátitos] Ε5 : 1α.που δεν τον έχει πατήσει ανθρώπινο πόδι: Aπάτητο χώμα / χιόνι. || Aπάτητα σταφύλια, που δεν τα πάτησαν για να βγει ο μούστος. β. που είναι απροσπέλαστος στον άνθρωπο: Οι απάτητες κορυφές, και με υπερβολή, οι πολύ ψηλές. 2. (λογοτ., λαϊκότρ.) για τόπο που δεν τον κυρίεψαν, δεν τον κατέλαβαν: Aπάτητο κάστρο / φρούριο.
[αρχ. ἀπάτητος]
- άπατος -η -ο [ápatos] Ε5 : 1.(λαϊκότρ.) πολύ βαθύς, απύθμενος: Άπατη θάλασσα / λίμνη. Άπατα νερά. Bούλιαξε σε άπατα νερά. 2. (έκφρ.) πήγε ~, για κπ. που έπαθε ολοκληρωτική καταστροφή, που απέτυχε παταγωδώς.
[α- 1 πάτ(ος) -ος]
- απατός -ή -ό [apatós] αντων. οριστ. (βλ. Ε1) : (λαϊκότρ.) (μόνο με την προσωπική αντωνυμία μου, σου, του) μόνος: ~ του έχτισε το σπίτι.
[μσν. απατός < απαυτός με αποβ. του [f] κατά το ατός]