Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απαρτίζω [apartízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) για τα επί μέρους στοιχεία (πρόσωπα ή πράγματα) που συναποτελούν ένα λειτουργικό και ενιαίο σύνολο: Tα μέλη που απαρτίζουν την επιτροπή. Kάθε ομάδα απαρτίζεται από έντεκα παίχτες.
[λόγ. < αρχ. ἀπαρτίζω `συμπληρώνω΄]