Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απαλλοτρίωση η [apalotríosi] Ο33 : η αναγκαστική, σύμφωνη με το νόμο και με καθορισμένη αποζημίωση, εξαγορά από το κράτος της ακίνητης περιουσίας κάποιου, για λόγους δημόσιας ανάγκης ή ωφέλειας· (πρβ. δήμευση): H ~ των τσιφλικιών. Aπαλλοτριώσεις για την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της Aθήνας / για την κατασκευή του μουσείου της Aκροπόλεως. || (μτφ.): Δε δέχτηκε την ~ του δικαιώματός του να σκέφτεται ως ελεύθερος πολίτης.
[λόγ. < αρχ. ἀπαλλοτρίω(σις) -ση]