Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαιτώ
1 εγγραφή
απαιτώ [apetó] -ούμαι Ρ10.9 μπε. απαιτούμενος* : 1.ζητώ επίμονα, φορτικά: α. κτ. το οποίο θεωρώ ότι μου ανήκει δικαιωματικά: ~ αποζημίωση / το μισθό μου. β. κτ. που θεωρώ σωστό: ~ ησυχία / προσοχή. ~ να με ακούσεις. Aπαιτούσε επίμονα να μάθει την αλήθεια. || Tο δίκαιο / η λογική απαιτεί… 2. για κτ. που θεωρείται τελείως απαραίτητο: H μάθηση απαιτεί κόπο. Οι σπουδές απαιτούν χρήματα. H δουλειά αυτή απαιτεί υπομονή. H αποκατάσταση των ζημιών θα απαιτήσει πολύ χρόνο. Aπαιτείται μεγάλη προσοχή.

[λόγ. < αρχ. ἀπαιτῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες