Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απαιτητικός -ή -ό [apetitikós] Ε1 : 1.που από χαρακτήρα προβάλλει έντονα και φορτικά ενοχλητικές απαιτήσεις: Είναι πολύ ~ άνθρωπος. Tα απαιτητικά παιδιά είναι πολύ κουραστικά. 2α. του οποίου το κριτήριο είναι πολύ αναπτυγμένο και γι΄ αυτό μπορεί να εκτιμήσει την ποιότητα ή την αξία ενός πράγματος: ~ πελάτης. Σιγά σιγά διαμορφώθηκε ένα συνειδητό και απαιτητικό κοινό. Είναι πολύ απαιτητική στο ντύσιμό της. Είναι ~ στο θέμα της πειθαρχίας. β. για κτ. που απαιτεί ειδικά προσόντα, μεγάλη προσοχή κτλ.: Είναι πολύ απαιτητική δουλειά.
[λόγ. απαιτητ(ής) -ικός μτφρδ. γαλλ. exigeant (διαφ. το ελνστ. τό ἀπαιτητικόν `κατάσταση ανάγκης΄)]