Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαισιόδοξος
1 εγγραφή
απαισιόδοξος -η -ο [apesióδoksos] Ε5 : που κατέχεται από απαισιοδοξία, που βλέπει συνήθ. μόνο την άσχημη πλευρά των πραγμάτων. ANT αισιόδοξος: Είναι άνθρωπος με απαισιόδοξη διάθεση / ιδιοσυγκρασία. Aπαισιόδοξο έργο / βιβλίο. Οι προβλέψεις του είναι πάντα απαισιόδοξες. || που προβλέπει τη μη ευνοϊκή έκβαση μιας υπόθεσης: Ο γιατρός ήταν ~ για την έκβαση της αρρώστιας.

[λόγ. απ(ο)- αισιόδοξος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες