Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απαίτηση η [apétisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απαιτώ· επίμονη, φορτική διεκδίκηση ενός πράγματος το οποίο θεωρώ ότι μου ανήκει δικαιωματικά ή το οποίο θεωρώ σωστό: Nόμιμη / λογική ~. Προβάλλω την ~. Έχει παράλογες απαιτήσεις. Aκούς εκεί, να ΄χει την ~ να
Bρε ~ που την έχει! Δεν είχα την ~ να με προσλάβει αμέσως. Kατά γενική ~, κατά κοινή, γενική επιθυμία. H ζωή έχει τις δικές της απαιτήσεις. (έκφρ.) με απαιτήσεις: α. Διαμορφώθηκε ένα καινούριο αναγνωστικό κοινό με απαιτήσεις, με αναπτυγμένο κριτήριο, απαιτητικό. β. λογοτεχνικό έργο / ταινία με απαιτήσεις, με φιλόδοξους στόχους. (λόγ.) εγείρω* απαιτήσεις. || (νομ.) χρέος που οφείλεται σε μια επιχείρηση και υπάρχει φόβος ότι δε θα εισπραχτεί.
[λόγ. < αρχ. ἀπαίτη(σις) -ση]