Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απάνθρωπος
1 εγγραφή
απάνθρωπος -η -ο [apánθropos] Ε5 : που δεν ταιριάζει στην ανθρώπινη φύση, κυρίως από ηθική και συναισθηματική άποψη· σκληρός, άγριος, άσπλαχνος: Aπάνθρωπη μεταχείριση / συμπεριφορά. Στάθηκε ~ απέναντί μου. || Aπάνθρωπη δουλειά, πολύ δύσκολη και κουραστική. Είναι απάνθρωπο να δουλεύεις δέκα ώρες την ημέρα. απάνθρωπα ΕΠIΡΡ: Φέρεται ~ στους εργάτες του.

[λόγ. < αρχ. ἀπάνθρωπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες