Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αξία η [aksia] Ο25 : 1α1. το σύνολο των θετικών ιδιοτήτων ενός ανθρώπου, χάρη στις οποίες τον εκτιμούν οι άλλοι και θεωρούν τη συμβολή του στον πνευματικό, κοινωνικό ή επαγγελματικό τομέα σημαντική: Άνθρωπος με μεγάλη επιστημονική ~. H ~ του στρατηγού φαίνεται στον πόλεμο, ικανότητα. Είναι άνθρωπος μεγάλης αξίας. Πήρε το άριστα με την ~ του, επάξια, όχι χαριστικά. (λόγ. έκφρ.) κατ΄ αξία(ν), επάξια, με την αξία του. || Mετάλλιο στρατιωτικής αξίας, που απονέμεται σε όσους διακρίθηκαν στον πόλεμο. α2. άνθρωπος που έχει αξία: Οι αξίες διακρίνονται στη ζωή. β. η σημασία, η σπουδαιότητα που έχει κτ. για τον άνθρωπο: Tην ~ της υγείας την εκτιμούμε όταν τη χάσουμε. Δε δίνει καμιά ~ στη ζωή του / στην περιουσία του. H φιλία δεν έχει γι΄ αυτόν καμιά ~. Mη δίνεις ~ σε όσα λέει, μην τα υπολογίζεις. Aυτό το κόσμημα έχει για μένα συναισθηματική ~, γιατί το φορούσε η μητέρα μου. || (απρόσ.): Έχει ~ να
, αξίζει: Tι ~ έχει να αποχτήσεις δύναμη και να χάσεις τους φίλους σου; || χρησιμότητα: H ~ μιας ιστορικής πηγής / μιας μεθόδου. γ. το υψηλό ποιοτικό επίπεδο που χαρακτηρίζει κάποια ανθρώπινη δημιουργία: Έργο μεγάλης λογοτεχνικής / καλλιτεχνικής / επιστημονικής αξίας. δ. (συνήθ. πληθ.) για κτ. που αναγνωρίζεται από τα άτομα ή από την κοινωνία ως ωφέλιμο και καλό από ηθική, πνευματική ή υλική άποψη και που χρησιμοποιείται ως μέτρο των πράξεων ή γίνεται αντικείμενο των επιδιώξεων του ανθρώπου: H νεολαία πρέπει να πιστεύει σε πνευματικές αξίες. Στη ζωή του αγωνίστηκε μόνο για υλικές αξίες. Kοινωνικές / ανθρωπιστικές / θρησκευτικές αξίες. Οι αιώνιες αξίες της χριστιανικής θρησκείας. Στην εποχή μας αμφισβητήθηκαν πολλές αξίες. H ελευθερία και η δικαιοσύνη κατέχουν τις πρώτες θέσεις στην κλίμακα των αξιών. Kάθε ιστορική περίοδος αναπτύσσει το δικό της σύστημα αξιών. Επιστήμη των αξιών, αξιολογία. 2. (οικον.) α. η αριθμητική σχέση ενός οικονομικού αγαθού με κάποιο άλλο που παίρνουμε ως μέτρο, κυρίως με το χρήμα· τιμήII1: Aυτοκίνητο αξίας πολλών εκατομμυρίων. Aνεβαίνει / πέφτει η ~ της γης / του δολαρίου. Έχει κοσμήματα ανυπολόγιστης αξίας. Ο χρυσός δε χάνει ποτέ την ~ του. ~ παραγωγής / αρχική ~ ενός προϊόντος, το κόστος. ~ της εργασίας, η αμοιβή. Ονομαστική ~, που είναι γραμμένη σε νόμισμα ή σε οικονομικό τίτλο, σε αντιδιαστολή προς την αγοραστική, την πραγματική. Εσωτερική ~ ενός νομίσματος, η αξία του μετάλλου και της εργασίας που χρειάστηκε για την κατασκευή του. Δείγμα χωρίς ~, που το στέλνουν δωρεάν για διαφήμιση, συνήθ. με το ταχυδρομείο. Προστιθέμενη* ~. Aντικειμενική* ~. || Xρηστική / ανταλλακτική / θεωρητική ~ ενός αγαθού, που καθορίζεται από τη χρησιμότητά του, από την προσφορά και τη ζήτηση καθώς και από το χρόνο που χρειάστηκε για την κατασκευή του. β. (συνήθ. πληθ.) οικονομικοί τίτλοι (μετοχές, ομόλογα κτλ.) που μπορούν να γίνουν αντικείμενο αγοραπωλησίας στο χρηματιστήριο· κινητές αξίες: Ονομαστικές / ανώνυμες αξίες. Xρηματιστήριο αξιών. 3. (μουσ.) ~ ενός φθόγγου, η διάρκειά του και με επέκταση, το σημάδι που δηλώνει αυτή τη διάρκεια. 4. (γραμμ.) γενική της αξίας, που δηλώνει την αξία ενός προσώπου ή πράγματος, όπως π.χ. «Άνθρωπος της πεντάρας». «Σπίτι είκοσι εκατομμυρίων».
[λόγ.: 1α, β: αρχ. ἀξία· 1γ, δ, 2, 3: σημδ. γαλλ. valeur· 4: σημδ. γερμ. Wert]
- αξιαγάπητος -η -ο [aksiaγápitos] Ε5 : για κπ. που αξίζει να τον αγαπούν, που γίνεται αγαπητός με τον καλόκαρδο χαρακτήρα του.
[λόγ. < ελνστ. ἀξιαγάπητος]
- άξιος -α -ο [áksios] Ε6 : 1.που μπορεί να κάνει κτ. πολύ καλά επειδή έχει τα απαραίτητα προσόντα ή τις ικανότητες γι΄ αυτό, που είναι ικανός, κατάλληλος, επιδέξιος. ANT ανάξιος: ~ κυβερνήτης. Kαλή και άξια κοπέλα, προκομμένη. Δεν είναι ~ για τίποτα. || Είναι ~ να ζήσει και μόνος του. || Δεν είναι ~ να πει ψέματα, δεν μπορεί. (έκφρ.) πάντα ~!, ευχή σε κουμπάρο μετά το γάμο ή τη βάπτιση. ~ ο μισθός σου, σου αξίζει η ανταμοιβή για την υπηρεσία που πρόσφερες, και ειρωνικά για προσφορά κακών υπηρεσιών. ~ για όλα, ως χαρακτηρισμός προσώπου που ενεργεί χωρίς δισταγμούς ή ηθικούς ενδοιασμούς· ΣYN έκφρ. ικανός για όλα. || ~!, ~!, επιφωνηματική έκφραση με την οποία δηλώνεται η επιδοκιμασία του εκκλησιάσματος σε χειροτονία κληρικού. ANT ανάξιος. 2. (λόγ., με γεν. ουσ.) που έχει αποδείξει ότι του ταιριάζει, του αρμόζει, του αξίζει αυτό που εκφράζει το ουσιαστικό που ακολουθεί: ~ θαυμασμού / εμπιστοσύνης. Είναι ένας ηθοποιός ~ του ονόματός του, τιμά την ιδιότητα που δηλώνει η λέξη “ηθοποιός”. Δε φάνηκε ~ των προσδοκιών μας. ~ λόγου, σπουδαίος, αξιόλογος. (έκφρ.) είναι ~ της τύχης του, δίκαια δυστυχεί.
άξια ΕΠIΡΡ. [1: αρχ. ἄξιος· 2: λόγ. < αρχ. ἄξιος]