Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανυπόφορος
1 εγγραφή
ανυπόφορος -η -ο [anipóforos] Ε5 : ΣYN αφόρητος. α. για κτ. που είναι τόσο ενοχλητικό ή δυσάρεστο, ώστε δεν μπορεί κανείς να το υποφέρει, να το ανεχθεί: Ο πόνος έγινε ~. H ζέστη είναι ανυπόφορη. H κατάσταση που επικρατεί μέσα στο σπίτι είναι ανυπόφορη. H ζωή μου έγινε ανυπόφορη, δεν την αντέχω πια. β. για άνθρωπο του οποίου η συμπεριφορά είναι τόσο ενοχλητική, ώστε να μην μπορεί κανείς να ζήσει ή να συναναστραφεί μαζί του: Έχεις γίνει ~ με την γκρίνια σου / με τις απαιτήσεις σου. Έχει έναν ανυπόφορο χαρακτήρα. ανυπόφορα ΕΠIΡΡ: Ο οχετός μυρίζει ~. Είναι ~ εγωιστής.

[λόγ. < ελνστ. ἀνυπόφορος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες