Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανυπότακτος -η -ο [anipótaktos] & ανυπόταχτος -η -ο [anipótaxtos] Ε5 : 1.που αρνείται να υποταχτεί, να χάσει την ελευθερία του και την ανεξαρτησία του: Οι ορεσίβιοι και ανυπόταχτοι Έλληνες αποτέλεσαν τους πρώτους πυρήνες αντίδρασης στην Tουρκοκρατία. Tο ανυπόταχτο Σούλι δεν προσκύνησε τον κατακτητή. || ατίθασος: Ήταν από μικρός σκληρός και ~. 2. (στρατ.) που δεν παρουσιάστηκε εμπρόθεσμα για κατάταξη στο στρατό: Kηρύχτηκε ~. || (ως ουσ.) ο ανυπότακτος: Ευεργετική διάταξη νόμου, σύμφωνα με την οποία ορισμένοι ανυπότακτοι που πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις μπορούν να εξαγοράσουν τη θητεία τους.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀνυπότακτος· 2: σημδ. γαλλ. insoumis· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]