Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανυπόμονος
1 εγγραφή
ανυπόμονος -η -ο [anipómonos] Ε5 : που δεν έχει υπομονή, που δεν μπορεί να περιμένει κπ. ή κτ. με ηρεμία και χωρίς βιασύνη: Mην είσαι ~, σε λίγο θα έρθει το τρένο και θα φύγεις. Είμαι ~ να μάθω τα νέα σου. Δεν είμαι ~, θέλω η κατάσταση να εξελιχθεί κανονικά, χωρίς να επισπεύσουμε τις διαδικασίες. ανυπόμονα ΕΠIΡΡ: Σε περιμένω ~.

[μσν. ανυπόμονος < αν- (δες α- 1) υπομον(ή) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες