Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιστρατεύομαι
1 εγγραφή
αντιστρατεύομαι [andistratévome] Ρ5.1β : βρίσκομαι σε έντονη αντίθεση με κτ. ή με κπ.: Ενέργειες / δυνάμεις / άτομα που αντιστρατεύονται τα συμφέροντα του έθνους / της πατρίδας, αντιτάσσονται. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να αντιστρατεύεται τη φύση, να εναντιώνεται. Aποφάσεις που αντιστρατεύονται τις συνταγματικές διατάξεις, αντιβαίνουν. Tον αντιστρατεύτηκαν σε κάθε δημιουργική του προσπάθεια.

[λόγ. < αρχ. ἀντιστρατεύομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες