Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιπροίκι το [andipríki] Ο44α : (λαϊκότρ., λογοτ.) δώρο που δίνουν πριν από το γάμο ο γαμπρός στη νύφη ή οι γονείς της στο γαμπρό.
[υποκορ. του μσν. αντίπροικ(ον) -ι `δωρεά του γαμπρού στους γονείς της νύφης΄ < ελνστ. επίρρ. ἀντίπροικα `δωρεά αντί για την προίκα΄ (αρχ. σημ.: `σχεδόν δωρεάν΄)]