Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιπαροχή η [andiparoxí] Ο29 : α.(λόγ.) παροχή που γίνεται ως ανταπόδοση άλλης παροχής. β. (νομ.) Σύμβαση οικοδομήσεως με ~, σύμφωνα με την οποία ο κατασκευαστής της οικοδομής δίνει ένα τμήμα της στον ιδιοκτήτη του οικοπέδου. || (προφ.) το τμήμα της οικοδομής που παίρνει ο ιδιοκτήτης του οικοπέδου με βάση την παραπάνω σύμβαση: Έδωσε για χτίσιμο το οικόπεδό του και πήρε ~ τρία διαμερίσματα.
[λόγ. < αρχ. ἀντι(παρέχω) -παροχή κατά το σχ.: παρέχω - παροχή]