Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιβιοτικός -ή -ό [andiviotikós] Ε1 : που καταστρέφει ορισμένα μικρόβια ή εμποδίζει τον πολλαπλασιασμό τους: Aντιβιοτική θεραπεία. Aντιβιοτικές ιδιότητες μιας ουσίας / ενός φαρμάκου. || (ως ουσ.) το αντιβιοτικό, κάθε φάρμακο που έχει αντιβιοτικές ιδιότητες: Xρήση / κατάχρηση των αντιβιοτικών.
[λόγ. < αγγλ. antibiotic < anti- = αντι- + ελνστ. βιωτικός `που χρησιμεύει για τη ζωή΄, αρχ. σημ.: `που φροντίζει για τη ζωή του΄]