Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιβίωση η [andivíosi] Ο33 : 1.(φυσιολ.) το φαινόμενο κατά το οποίο ένας οργανισμός βλάπτει άλλον εκκρίνοντας ορισμένη τοξική ουσία: H ~ στα φυτά / ζώα. 2. (ιατρ.) α. η καταπολέμηση βλαβερών μικροβίων με χρήση αντιβιοτικών: Γίνεται ~. β. το σχετικό φάρμακο: Tου δίνουν / του χορηγούν ~, για να μην πάθει μόλυνση.
[λόγ. < αγγλ. antibiosis < anti- = αντι- + ελνστ. βίω(σις) `τρόπος ζωής΄ -ση]