Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντίρρηση η [andírisi] Ο33 : έκφραση αντίθετης ή διαφορετικής γνώμης: H πρότασή του συνάντησε τις έντονες αντιρρήσεις των συνεταίρων του. Είναι γνωστές οι αντιρρήσεις της αντιπολίτευσης στην οικονομική πολιτική. Δε συμφωνώ, έχω σοβαρές αντιρρήσεις. Aν δεν έχεις ~, μπορείς να αναλάβεις εσύ την έρευνα. Δε θα είχα ~ να κάνουμε έναν περίπατο, θα ήθελα. Όλο αντιρρήσεις είναι, αντιλογίες.
[λόγ. < ελνστ. ἀντίρρη(σις) -ση]