Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντίο [adío] επιφ. : 1.αποχαιρετιστήρια προσφώνηση που λέγεται ιδίως από εκείνον που φεύγει: ~ και καλή αντάμωση. ~ σας. || (ως ουσ.) το αντίο: Συνταντήθηκαν για να πουν ένα τελευταίο ~. 2. (προφ., μτφ.) για κτ. που χάνεται, τελειώνει κτλ. οριστικά: Mε το γάμο ~ ξεγνοιασιά. Mε τις αυξήσεις των καυσίμων ~ αυτοκίνητο.
[ιταλ. addio]
- αντιοικονομικός -ή -ό [andiikonomikós] Ε1 : που δεν είναι οικονομικός, που δημιουργεί μεγάλα έξοδα: Tο ιδιωτικό αυτοκίνητο ως μεταφορικό μέσο είναι αντιοικονομικό.
αντιοικονομικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + οικονομικός μτφρδ. αγγλ. uneconomic (economic = οικονομικός)]
- αντιολισθητικός -ή -ό [andiolisθitikós] Ε1 : που προστατεύει από το γλίστρημα: ~ τάπητας. Aντιολισθητικές αλυσίδες, που τοποθετούνται στα λάστιχα του αυτοκινήτου για να εμποδίζουν το γλίστρημα σε χιονισμένο ή παγωμένο δρόμο: Λόγω των χιονοπτώσεων τα αυτοκίνητα στο επαρχιακό δίκτυο του νομού κινούνται μόνο με αντιολισθητικές αλυσίδες.
[λόγ. αντι- + ολισθητικός μτφρδ. γαλλ. antidérapant ή αγγλ. antiskid (anti- = αντι-)]
- αντιοξειδωτικός -ή -ό [andioksiδotikós] Ε1 : που προστατεύει από την οξείδωση: Aντιοξειδωτική βαφή. Aντιοξειδωτικά υλικά.
[λόγ. αντι- + οξειδωτικός μτφρδ. γαλλ. antioxydant, antirouille (anti- = αντι-)]
- αντιορθολογικός -ή -ό [andiorθolojikós] Ε1 : που δεν είναι ορθολογικός και ιδίως που είναι αντίθετος με τον ορθό λόγο.
αντιορθολογικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + ορθολογικός μτφρδ. γαλλ. antirationnel (anti- = αντι-)]