Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντίκτυπος ο [andíktipos] Ο20 : συνέπεια, συνήθ. έμμεση, μιας πράξης ή ενός γεγονότος· (πρβ. απήχηση): Ο ~ μιας δολοφονίας / επανάστασης. H έλλειψη προγραμματισμού είχε δυσμενή αντίκτυπο στην πορεία της δουλειάς.
[λόγ. < ελνστ. ἀντίκτυπος `αντήχηση΄ σημδ. γαλλ. contrecoup, répercussion]