Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντίγραφο το [andíγrafo] Ο42 : το προϊόν της αντιγραφής. 1. το γραπτό κείμενο που επαναλαμβάνει το περιεχόμενο του πρωτοτύπου: ~ επιστολής / συμβολαίου / λογαριασμού / εγγράφου. Kράτησε το πρωτότυπο αλλά δώσε μου ένα ~. Πιστό / ακριβές ~. Ένα ~ εις διπλούν. ~ με καρμπόν / φωτοτυπία. Δακτυλογραφημένο ~. Έχω / κρατώ ~. 2α. (για έργο τέχνης) η απομίμηση του πρωτότυπου έργου: Πολλά αρχαία ελληνικά αγάλματα σώζονται σε ρωμαϊκά αντίγραφα. Πούλησε ένα ~ για γνήσιο. β. (μτφ., ως κτγ.) για πρόσωπο που μοιάζει πολύ στα εξωτερικά χαρακτηριστικά ή στα εσωτερικά γνωρίσματα με κπ. άλλο: Είναι (πιστό) ~ του πατέρα του.
[λόγ. < αρχ. ἀντίγραφον `επίσημο αντίγραφο΄ σημδ. γαλλ. copie]
- αντιγράφω [andiγráfo] -ομαι Ρ αόρ. αντέγραψα, απαρέμφ. αντιγράψει, παθ. αόρ. αντιγράφτηκα και (σπάν.) αντιγράφηκα, απαρέμφ. αντιγραφτεί και (σπάν.) αντιγραφεί, μππ. αντιγραμμένος : αναπαράγω κτ. χρησιμοποιώντας ένα πρότυπο. 1α. δημιουργώ αντίγραφο ενός γραπτού κειμένου, ξαναγράφω το περιεχόμενό του: ~ ένα γράμμα / ένα συμβόλαιο. ~ με το χέρι / τη γραφομηχανή. Είναι χαμένος κόπος να αντιγράφεις σήμερα ένα σπάνιο βιβλίο, γιατί μπορείς να το βγάλεις σε φωτοαντίγραφα. ~ ένα σχεδιάγραμμα. β. (για γραπτές εξετάσεις) γράφω παίρνοντας κρυφά πληροφορίες ιδίως από βιβλίο ή από άλλον εξεταζόμενο· κλέβω: Mηδενίστηκε, γιατί τον έπιασαν να αντιγράφει. γ. (για έργο τέχνης) κατασκευάζω απομίμηση ενός πρωτότυπου έργου: ~ ένα ζωγραφικό πίνακα. 2. (μτφ.) μιμούμαι κπ. ή κτ.: ~ ένα μουσικό κομμάτι. ~ τους τρόπους / τις μεθόδους / τη συμπεριφορά κάποιου. Tο παιδί αντιγράφει τις πράξεις των μεγάλων.
[λόγ. < αρχ. ἀντιγράφω `γράφω σε απάντηση΄, ελνστ. ἀντιγράφομαι `κάνω επίσημο αντίγραφο΄, σημδ. γαλλ. copier]