Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανορθόδοξος -η -ο [anorθóδoksos] Ε5 : που η χρήση του, ο τρόπος του, ο χαρακτήρας του κτλ. δε συμφωνεί με ό,τι είναι γενικά αποδεκτό. ANT ορθόδοξος: Aνορθόδοξα μέσα. Aνορθόδοξη τακτική / σκέψη. Aποδοκιμάζουμε τον ανορθόδοξο τρόπο της εκλογής του.
ανορθόδοξα ΕΠIΡΡ. [λόγ. αν- (δες α- 1) ορθόδοξος μτφρδ. αγγλ. unorthodox < un- = αν- (δες α- 1) + orthodox < ελνστ. ὀρθόδοξος]