Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανοιγοκλείνω [aniγoklíno] Ρ αόρ. ανοιγόκλεισα, απαρέμφ. ανοιγοκλείσει : ανοίγω και κλείνω κτ. πολλές φορές, κατ΄ επανάληψη: Tι ψάχνεις να βρεις κι ανοιγοκλείνεις τα ντουλάπια; Aνοιγόκλεισε τα μάτια του. || H πόρτα ανοιγόκλεινε από τον αέρα.
[μσν. ανοιγοκλείνω < ανοίγ(ω) -ο- + κλείνω]