Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθρωπισμός
1 εγγραφή
ανθρωπισμός ο [anθropizmós] Ο17 : 1.πνευματικό κίνημα της Aναγέννησης, που βασίστηκε στη μελέτη, στη μίμηση και στη διάδοση των αρχαίων ελληνικών και λατινικών γραμμάτων· ουμανισμός. || (επέκτ.) κάθε νεότερη φιλοσοφική θεωρία που έχει ως αντικείμενο τον άνθρωπο και την πνευματική του εξέλιξη. 2. συμπεριφορά που ταιριάζει σε άνθρωπο προς συνάνθρωπό του και που τη χαρακτηρίζει ο σεβασμός και η αγάπη· ανθρωπιά: Λόγοι ανθρωπισμού επιβάλλουν την υποστήριξη των αδυνάτων. Εκδηλώσεις ανθρωπισμού προς τους πάσχοντες.

[λόγ.: 2: ελνστ. ἀν θρωπισμός `ανθρωπιά΄· 1: σημδ. γερμ. Humanismus ή γαλλ. humanisme]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες