Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανατέμνω [anatémno] -ομαι Ρ αόρ. ανέτμησα, απαρέμφ. ανατμήσει, παθ. αόρ. ανατμήθηκα, απαρέμφ. ανατμηθεί : 1.(σπάν.) χωρίζω μεθοδικά τα τμήματα του σώματος ανθρώπου ή ζώου με σκοπό την επιστημονική μελέτη. 2. (μτφ.) εξετάζω και περιγράφω κτ. με προσοχή, σε όλες του τις λεπτομέρειες και ιδίως σε βάθος: Συγγραφέας που ανατέμνει τα κοινωνικά γεγονότα / την ανθρώπινη ψυχή.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀνατέμνω· 2: σημδ. γαλλ. disséquer]