Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναστήλωση η [anastílosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναστηλώνω. 1. επισκευή των ζημιών ενός κατεστραμμένου κτιρίου, συνήθ. ιστορικού μνημείου: H ~ ενός κατεστραμμένου κτιρίου / της εκκλησίας / του παλιού αρχοντικού. Tμήμα αναστηλώσεων της Aρχαιολογικής Yπηρεσίας. 2. (ιστ.): H ~ των εικόνων, επαναφορά τους στους ναούς μετά τη λήξη της εικονομαχίας.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀναστήλω(σις) `ανέγερση μνημείου΄ -ση· 2: μσν. σημ.]